επιφαρμακοποιός

επιφαρμακοποιός
ο
στρ. αξιωματικός τού φαρμακευτικού σώματος τού στρατού με βαθμό αντίστοιχο με αυτόν τού ταγματάρχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται στην Εφημερίδα τής Κυβερνήσεως τού Βασιλείου τής Ελλάδος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”